- svādate
- (1 AP) to taste
Sanskrit-English dictionary by latin letters. 2002.
Sanskrit-English dictionary by latin letters. 2002.
ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek
ανδάνω — ἁνδάνω (Α) 1. (προσ.) είμαι αρεστός σε κάποιον, τέρπω, ευχαριστώ 2. απρόσ. (για σύνολο ανθρώπων) νομίζω, έχω τη γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανήκει στην οικογένεια των ήδομαι, ηδύς κ.λπ. Δεν παρατηρείται ακριβής αντιστοιχία με τ. άλλων γλωσσών συνδέεται… … Dictionary of Greek
su̯ād- — su̯ād English meaning: sweet Deutsche Übersetzung: ‘sũß; an etwas Geschmack, Freude finden” Material: 1. su̯üdu s ‘sweet”: O.Ind. svüdu , f. svüdvī ‘sweet, mellifluous”; Gk. ἡδύς, f. εῖα (* εFια), ύ, Dor. ἁδύς ‘sweet”; with… … Proto-Indo-European etymological dictionary